Η ΑΔΕΙΑ ΤΩΝ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ - Τι προβλέπει η εργατική Νομοθεσία

2015-07-20 19:39

Όλοι οι εργαζόμενοι, ανεξάρτητα από την ιδιότητά τους και αν απασχολούνται σε ιδιωτική επιχείρηση ή στο δημόσιο, δικαιούνται κάθε χρόνο άδεια αναψυχής, με αποδοχές και επίδομα αδείας. Η άδεια αναψυχής αποτελεί αναφαίρετο και πολύτιμο εργασιακό δικαίωμα, καθώς αποσκοπεί στη διακοπή της εργασίας για την ανάπαυση και την ανάκτηση των δυνάμεων του εργαζόμενου, χωρίς να στερηθεί τις αποδοχές του.

Για τον λόγο αυτό, κατά το διάστημα της άδειας αναψυχής απαγορεύεται η απασχόληση του μισθωτού σε άλλη εργασία, και παρέχεται εκ του νόμου στον εργοδότη που απασχόλησε αδειούχο μισθωτό, το δικαίωμα να μην καταβάλλει την αμοιβή του εργαζόμενου. Η σημασία που δίνει ο νομοθέτης προκύπτει και από το γεγονός ότι κατά την άδεια απαγορεύεται η καταγγελία της σύμβαση εργασίας. Το νομικό πλαίσιο της άδειας αναψυχής περιλαμβάνεται στον Α.Ν. 539/1945, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει. Πρέπει ωστόσο να σημειωθεί, ότι με Συλλογικές Συμβάσεις και Διαιτητικές Αποφάσεις έχουν προβλεφθεί και ευνοϊκότεροι όροι, αναφορικά με τι δικαιούμενες ημέρες άδειας ή το επίδομα αδείας. Στο παρόν άρθρο θα ασχοληθούμε με τις ρυθμίσεις του βασικού νομοθετήματος για την άδεια αναψυχής, δηλαδή του Α.Ν. 539/1945.

 

Α. Ημέρες άδειας

Με βάση τον Α.Ν. 539/1945 οι ημέρες άδειας που δικαιούνται οι μισθωτοί συναρτώνται από τη διάρκεια της απασχόλησής τους. Πιο συγκεκριμένα:

Πρώτο ημερολογιακό έτος

Μέχρι τη λήξη του πρώτου ημερολογιακού έτους, δηλαδή έως 31/12, ο εργοδότης υποχρεούται να χορηγήσει άδεια στον εργαζόμενο αναλογία άδειας η οποία υπολογίζεται βάσει 20 ημερών άδειας στην περίπτωση που ακολουθείται το πενθήμερο σύστημα εργασίας και βάσει 24 ημερών άδειας στην περίπτωση που ακολουθείται εξαήμερο σύστημα εργασίας. Πιο συγκεκριμένα, στην περίπτωση που ακολουθείται εξαήμερο σύστημα απασχόλησης για κάθε μήνα απασχόλησης, ο εργοδότης υποχρεούται να χορηγήσει 2 ημέρες άδεια (24:12). Αντίστοιχα, στην περίπτωση του πενθήμερου χορηγείται αναλογία άδειας που προκύπτει από το κλάσμα 20:12 με στρογγυλοποίηση του γινομένου που προκύπτει, ή άδεια δύο ημερών κάθε μήνα, μέχρι εξαντλήσεως του συνολικού αριθμού.

Δεύτερο ημερολογιακό έτος

Κατά το δεύτερο ημερολογιακό έτος ο εργοδότης υποχρεούται να χορηγήσει στον μισθωτό άδεια τμηματικά ανάλογα με τον χρόνο απασχόλησής του. Από τη συμπλήρωση 12 μηνών απασχόλησης, η άδεια προσαυξάνεται κατά 1 ημέρα. Συνεπώς μέχρι τη λήξη του ημερολογιακού έτους ο εργαζόμενος δικαιούται να λάβει συνολικά 21 ημέρες άδειας αν απασχολείται με πενθήμερο σύστημα εργασίας και 25 ημέρες αν απασχολείται με εξαήμερο. Ειδικότερα, και κατά το δεύτερο ημερολογιακό έτος, η αναλογία στην περίπτωση του εξαήμερου προκύπτει από το κλάσμα 24:12 και είναι δύο ημέρες ανά μήνα απασχόλησης, ενώ στην περίπτωση του πενθήμερου η αναλογία προκύπτει από το κλάσμα 20:12 με στρογγυλοποίηση του γινομένου. Από τη συμπλήρωση 12μηνου απασχόλησης έως το τέλος του δεύτερου ημερολογιακού έτους, οι δικαιούμενες ημέρες άδειας κατά μήνα προκύπτουν στην περίπτωση του εξαήμερου από το κλάσμα 25/12, ενώ στην περίπτωση του πενθήμερου από το κλάσμα 21:12.

Τρίτο ημερολογιακό έτος και εξής

Από το τρίτο ημερολογιακό έτος και στο εξής ο εργαζόμενος δικαιούται να λάβει ολόκληρη την άδειά του, σε οποιαδήποτε χρονική στιγμή του έτους, ακόμα και την 01/01. Μετά τη συμπλήρωση 24 μηνών απασχόλησης, ο εργαζόμενος δικαιούται 22 ημέρες άδειας, εάν εργάζεται με πενθήμερο σύστημα και 26 ημέρες άδειας αν εργάζεται με εξαήμερο.

Περισσότερα από 10 χρόνια εργασίας

Στην περίπτωση των μισθωτών που έχουν συμπληρώσει 10 χρόνια ή 12 χρόνια εργασίας στον ίδιο εργοδότη, ο υπολογισμός της άδειας γίνεται με βάση τις 25 ημέρες στην περίπτωση του πενθήμερου και τις 30 στην περίπτωση του εξαήμερου. Από τη συμπλήρωση 25 ετών υπηρεσίας ή προϋπηρεσίας, προστίθεται μία ακόμα ημέρα άδειας, με αποτέλεσμα ο εργαζόμενος να δικαιούται 26 ημέρες άδειας στην περίπτωση του πενθήμερου και 31 ημέρες άδειας στην περίπτωση του εξαήμερου.

 

Β. Χρονικό σημείο λήψης άδειας

Ο χρόνος χορήγησης της άδειας είναι, κατ’ αρχήν, ζήτημα διακανονισμού μεταξύ εργαζόμενου και εργοδότη. Ωστόσο οι μισοί μισθωτοί πρέπει να λάβουν άδεια το διάστημα από 1η Μαΐου έως 30 Σεπτεμβρίου. Ο εργοδότης υποχρεούται να χορηγήσει την άδεια μέσα σε διάστημα δύο μηνών από τότε που ο μισθωτός διατυπώσει αίτημα για λήψη άδειας. Επιπλέον η άδεια αναψυχής είναι υποχρεωτικό να χορηγηθεί πριν τη λήξη του ημερολογιακού έτους, ακόμα και αν δεν το έχει ζητήσει ο μισθωτός, και δεν μεταφέρεται στο επόμενο έτος.

 

Γ. Επίδομα αδείας                                                                                                                                                                   Κάθε εργαζόμενος μαζί με την άδεια δικαιούται αποδοχές αδείας καθώς και επίδομα αδείας (άρ. 3, παρ. 16 Ν. 4504/1966). Το δικαίωμα λήψης επιδόματος αδείας, αποτελεί επακόλουθο του δικαιώματος λήψης κανονικής αδείας και υπολογίζεται όπως και οι αποδοχές αδείας - είναι δηλαδή ίσες προς το σύνολο των αποδοχών αδείας με τον περιορισμό ότι δεν δύναται να υπερβεί για όσους μεν αμείβονται με μισθό, το μισό μισθό, για όσους δε αμείβονται με ημερομίσθιο τα 13 ημερομίσθια. Το επίδομα άδειας υπολογίζεται βάσει των καταβαλλομένων αποδοχών ανάλογα όπως και οι αποδοχές άδειας, θεωρείται δε μέρος των τακτικών αποδοχών του μισθωτού και συμπεριλαμβάνεται στον υπολογισμό των επιδομάτων Εορτών καθώς και της αποζημίωσης καταγγελίας της σύμβασης εργασίας. Οι αποδοχές και το επίδομα άδειας προκαταβάλλονται στον δικαιούχο μισθωτό κατά την ημέρα λήψης της άδειας.


 

Δ. Κατάτμηση και Ομαδική χορήγηση αδειών

Επιτρέπεται κατ' εξαίρεση, η κατάτμηση του χρόνου αδείας εντός του αυτού ημερολογιακού έτους σε δύο περιόδους, εξαιτίας ιδιαίτερα σοβαρής ή επείγουσας ανάγκης της επιχείρησης ή εκμετάλλευσης και μετά από έγκριση της οικείας Επιθεώρησης Εργασίας. Σε κάθε περίπτωση η πρώτη περίοδος της αδείας δεν μπορεί να περιλαμβάνει λιγότερες των έξι (6) εργασίμων ημερών επί εξαημέρου εβδομαδιαίας εργασίας και των πέντε (5) εργασίμων ημερών επί πενθημέρου ή προκειμένου περί ανηλίκων των δώδεκα (12) εργασίμων ημερών. Η κατάτμηση του χρόνου αδείας επιτρέπεται και σε περισσότερες των δύο περιόδων, από τις οποίες η μια πρέπει να περιλαμβάνει τουλάχιστον δώδεκα (12) εργάσιμες ημέρες επί εξαημέρου εβδομαδιαίας εργασίας και δέκα (10) εργάσιμες ημέρες, επί πενθημέρου, ή προκειμένου περί ανηλίκων δώδεκα (12) εργάσιμες ημέρες, μετά από έγγραφη αίτηση του μισθωτού προς τον εργοδότη. Η αίτηση αυτή για την οποία δεν απαιτείται έγκριση από την αρμόδια υπηρεσία του ΣΕΠΕ, διατηρείται στην επιχείρηση επί πέντε (5) έτη και πρέπει να είναι στη διάθεση των Επιθεωρητών Εργασίας.

Επιχειρήσεις που διακόπτουν τη λειτουργία τους

Επιπλέον σε επιχειρήσεις που διακόπτουν τη λειτουργία τους για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, παρέχεται η δυνατότητα να χορηγούν άδειες στο προσωπικό τους ομαδικά κατά την περίοδο της διακοπής. Σε αυτή την περίπτωση, για τους εργαζόμενους που διανύουν το πρώτο ή το δεύτερο έτος της απασχόλησής τους, και κατά το διάστημα που η επιχείρηση παραμένει κλειστή, δεν έχουν συμπληρώσει τις αντίστοιχες ημέρες άδειας, είναι ζήτημα διακανονισμού με τον εργοδότη, αν θα πάρουν κατά το διάστημα της διακοπής το σύνολο των ημερών άδειας που δικαιούνται μέχρι 31/12 ή αν θα το πάρουν αργότερα, όταν θα έχουν συμπληρώσει τον απαιτούμενο χρόνο απασχόλησης. Από το τρίτο ημερολογιακό έτος και εξής, οι εργαζόμενοι λαμβάνουν την άδειά τους κατά το διάστημα που η επιχείρηση παραμένει κλειστή. Ωστόσο, σε περίπτωση που κάποιος εργαζόμενος έχει λάβει άδεια σε προγενέστερο διάστημα, δεν θα δικαιούται αποδοχές για το διάστημα που δεν απασχολείται και η επιχείρηση παραμένει κλειστή, εάν γνώριζε ότι στην επιχείρηση εφαρμόζεται σύστημα ομαδικών αδειών. Αντίθετα, αν ο εργαζόμενος δεν γνώριζε ότι επρόκειτο να εφαρμοστεί σύστημα ομαδικών αδειών, π.χ. επειδή ο εργοδότης δεν το γνωστοποίησε έγκαιρα, θα δικαιούται αποδοχές και για το διάστημα που η επιχείρηση παραμένει κλειστή, με βάση τις διατάξεις για την υπερημερία του εργοδότη.

 

Ε. Συνέπειες από τη μη χορήγηση άδειας

Σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 7 του Α.Ν. 539/1945 οι παραβάτες τη νομοθεσίας για τη χορήγηση άδειας αναψυχής τιμωρούνται με χρηματική ποινή και με φυλάκιση μέχρι 6 μήνες. Επιπλέον σε περίπτωση μη χορήγησης άδειας μέχρι την 31η Δεκεμβρίου, ο εργοδότης υποχρεούται να καταβάλλει τις αποδοχές αδείας απλές μεν, αν δεν υπάρχει πταίσμα και προσαυξημένες κατά 100%, αν υπάρχει πταίσμα του εργοδότη. Από τη νομολογία έχει κριθεί ότι πταίσμα του εργοδότη δεν αποτελεί μόνο η μη χορήγηση της άδειας. Αντίθετα υφίσταται πταίσμα του εργοδότη, και ως εκ τούτου υποχρέωση του να καταβάλλει τις αποδοχές αδείας προσαυξημένες 100%, στην περίπτωση που ο εργαζόμενος ζήτησε την άδειά του και ο εργοδότης αρνήθηκε να τη χορηγήσει ή όταν η άδεια δεν χορηγήθηκε λόγω αυξημένων υπηρεσιακών αναγκών.

Πηγές: 

ergatika.gr/2012/04/kanoniki-adia-epidoma/

www.ergasiaka-gr.net/2011/04/blog-post_1393.html#.Va0lsvmqqko

www.taxheaven.gr/laws/circular/view/id/6408

 

Πίσω

Επαφή

ΣΩΜΑΤΕΙΟ ΕΡΓΑΤΟΥΠΑΛΛΗΛΩΝ ΦΑΜΑΡ

Μ. Φριζή 10 - ΧΑΛΚΙΔΑ ΕΥΒΟΙΑΣ - 34100

48ο χιλ. Ε.Ο. ΑΘΗΝΩΝ - ΛΑΜΙΑΣ, ΑΥΛΩΝΑΣ ΑΤΤΙΚΗΣ

6944603856

Σωματείο Εργατουπαλλήλων ΦΑΜΑΡ

Υλοποιήθηκε από Webnode